Δώρο που δωρίζεται.
Τηλ. 210 3639164
Δέκα οχτώ(18) Ιουλίου του 1962.
Ανάρτηση σημαίας του 1 1 4
στον Ιερό Βράχο της ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ.
(Απόσπασμα-σελ.109 επ.- από το βιβλίο «Ο ΘΕΟΣ
ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ»).
–.—
Στις 17 προς 18 Ιουλίου 1962 κάνα δυό ώρες μετά τα μεσάνυχτα ο Αιμίλιος Ζαχαρέας και ο ΄Αλκης (Θανάσης Τσιώκος-Πλαπούτας), μέλη της Σπουδάζουσας νεολαίας της ΕΔΑ, ο Αιμίλιος της Ανωτάτης Εμπορικής και ο Θανάσης της Παντείου, αφού την προηγούμενη ημέρα προμηθεύτηκαν τα αναγκαία σύνεργα και επισκέφθηκαν τoν Ιερό Βράχο, κανονικά από την είσοδο, για να κατοπτεύσουν τον χώρο και να μελετήσουν την διαδρομή που θα έκαναν:
{«Aνέβηκαν στην Ακρόπολη και ανάρτησαν μεγάλη σημαία με το 1 1 4 στο κέντρο της. Το τελευταίο αυτό άρθρο του Συντάγματος του 1952 έλεγε: Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος επαφίεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων.
Η βορειοανατολική πλευρά της Ακρόπολης.
Διακρίνεται «γυμνός» ο ιστός της σημαίας.
Η δεξιά της εποχής είχε καταλύσει κάθε έννοια δημοκρατικής νομιμότητας…Την επομένη της ανάρτησης της σημαίας οι αντιδράσεις ήσαν ποικίλες. Ρίγη συγκίνησης διακατείχαν τον λαό. Ιδιαίτερα τη φοιτητική νεολαία. Οι πιο πολλές εφημερίδες κάλυπταν το θέμα με οκτάστηλους πρωτοσέλιδους τίτλους.
«Η Μεσημβρινή»
Η «Μεσημβρινή» με οκτάστηλο τίτλο στην πρώτη σελίδα της και με μεγάλα κεφαλαία γράμματα έγραφε: «Το 1 1 4 επί της Ακροπόλεως».
» Η Ακρόπολις»
Η «Ακρόπολις» έγραφε την Παρασκευή 20 Ιουλίου 1962, επίσης στην πρώτη σελίδα της: «Θρασύτατοι κομμουνιστικαί εκδηλώσεις προχθές την νύκτα. Ομάδες κομμουνιστών χρησιμοποιούντες γνωστάς μεθόδους επαναστατικής τακτικής ύψωσαν τας πρώτας μεταμεσονυκτίους ώρας μεγάλην σημαίαν επί της Ακροπόλεως με αναγεγραμμένον εις το κέντρον τον αριθμόν 1 1 4».
Και συνέχιζε ο συντάκτης με διάφορες υποθέσεις, στην καθαρεύουσα της εποχής:
«Προχθές την 3.15΄πρωϊνήν ο εκτελών νυκτερινήν υπηρεσίαν φύλαξ της Ακροπόλεως αντελήφθη έκπληκτος να κυμματίζει επί του ιστού μία μεγάλη σημαία.
Δεδομένου οτι η ανάρτησις της ελληνικής σημαίας γίνεται μόνον κατά τας Κυριακάς και τας επισήμους ημέρας έσπευσε προς το ανατολικώτερον σημείον του Ιερού Βράχου, όπου ευρίσκετο επί μιάς εξέδρας ο ιστός και υπό το φως της πανσελήνου είδεν οτι επ΄αυτού υπήρχεν όχι η κανονική σημαία αλλά ετέρα διαστάσεων 5 Χ 7 μέτρων. Εις το κέντρον της οποίας ήτο αναγεγραμμένος ο αριθμός 1 1 4 .
΄Αποψη του Παρθενώνα από την πλευρά
της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. 3-1-2007.
Αμέσως ο φύλαξ ειδοποίησε τον προ της πύλης της Ακροπόλεως σκοπόν αστυφύλακα, ενώ ταυτοχρόνως ετηλεφώνησε εις το Β΄ αστυνομικόν τμήμα. ΄Ελα λέγει εις τον αστυφύλακα γρήγορα γιατί κομμουνισταί ύψωσαν σημαίαν.
-Πού; Ηρώτησε θορυβημένον το όργανον της τάξεως.
-Εις τον ιστό, εκεί που τις επίσημες ημέρες γίνεται η ανάρτησις.
-Μήπως είναι από την ημέρα και δεν την είδες;
-΄Οχι βρε αδελφέ δεν είναι η κανονική σημαία. ΄Εχει επάνω τον αριθμό 1 1 4.
Οι δυό άνδρες κατηυθύνθησαν εις το σημείον όπου ευρίσκετο ο ιστός και αφού κατεβίβασαν την σημαίαν ήρχισαν να ερευνούν τους αρχαιολογικούς χώρους μήπως οι δράσται εκρύπτοντο εις αυτούς. Εν τω μεταξύ κατέφθασε και άλλη αστυνομική δύναμις, η οποία επεδόθη εις το έργον αναζητήσεως των δραστών, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Εκ των μέχρι τούδε ανακρίσεων συνάγεται οτι οι δράσται, κατά πάσα βεβαιότητα μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας, επωφεληθέντες του γεγονότος οτι η Ακρόπολις λόγω της προχθεσινής πανσελήνου παρέμεινε ανοικτή μέχρι του μεσονυκτίου ανήλθον εις τον Ιερόν Βράχον προσποιούμενοι τους τουρίστες. Μετά την αναχώρησιν των επισκεπτών εκρύβησαν προφανώς εις την κάτωθεν της εξέδρας, όπου ευρίσκετο ο ιστός, κρύπτην και όταν εβεβαιώθησαν οτι δεν τους αντιλαμβάνετο ο μοναδικός επί της Ακροπόλεως νυτκτερινός φύλαξ ανήρτησαν την σημαίαν.
Δεν αποκλείεται όμως οι δράσται να ανήλθον επί της Ακροπόλεως από την σκαλωσιάν αναστηλώσεως των τειχών εις την βορειοανατολικήν πλευράν ή να χρησιμοποίησαν την γνωστήν στοάν εις το βόρειον τμήμα. Ερωτάται όμως πώς μετά την πράξιν των κατώρθωσαν να διαφύγουν δεδομένου οτι και ο παραμικρός θόρυβος θα τους επρόδιδε. Διότι η άνοδος επί του Ιερού Βράχου με τας εκατοντάδας των τουριστών ήτο μάλλον εύκολος, η αναχώρησις όμως μετά το κλείσιμον της πύλης ήτο πολύ δύσκολος αν μη αδύνατος.
Ερευνάται ακόμη η εκδοχή πώς εισήγαγον την σημαίαν εις την Ακρόπολιν, εις την περίπτωσιν πάντα που ανήλθον από την κανονικήν οδόν, δεδομένου οτι απαγορεύεται αυστηρώς εις τους επισκέπτας του Ιερού Βράχου να φέρουν μαζί τους δέματα ή άλλα αντικείμενα».
«Η Αυγή»
» Η εφημερίδα της Αριστεράς «Η Αυγή», έγραφε μεταξύ άλλων σε άρθρο της με τον τίτλο «Το Φως της Ακροπόλεως»: «O Ιερός Βράχος της Ακροπόλεως άστραψε με καινούργιο φως. Νέα παλληκάρια ύψωσαν στον ιστό του Ιερού Βράχου την ελληνική σημαία στην οποία εχαράχθη το συμβολικό 114 του Συντάγματος.
Και όπως στις μεγάλες στιγμές το ελληνικό έθνος καταφεύγει στο αιώνιο σύμβολο της δημοκρατίας στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης ενώνοντας το πατριωτικό και δημοκρατικό παρελθόν με τους αγώνες του παρόντος, έτσι και τώρα το σύμβολο της δημοκρατίας που υψώθηκε είναι σύμβολο συναγερμού του λαού μας εναντίον της τυραννίας.
Και είναι συγχρόνως μήνυμα προς όλο τον κόσμο οτι η δημοκρατία στην Ελλάδα καταδιώκεται από τυράννους και καταφεύγει στην Ακρόπολη, στο παγκόσμιο οχυρό της ελευθερίας καλώντας την ανθρωπότητα να της συμπαρασταθεί στο αρχαίο λίκνο της».
Το Ραδιόφωνο
» Το Ραδιόφωνο του «Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας» μετέδιδε στα πρωϊνά δελτία ειδήσεων της 18 Ιουλίου 1962:
«΄Αγνωστα άτομα υπό κομμουνιστικήν καθοδήγησιν ύψωσαν τας πρώτας μεταμεσονυκτίους ώρας σημαίαν εις τον Ιερόν Βράχον της Ακροπόλεως με το ανατρεπτικόν σύνθημα 114″.
» Επίσης όπως γράφηκε στον τύπο της εποχής οι άνδρες δύο αστυνομικών τμημάτων κινητοποιήθηκαν να συλλάβουν τους «φυσικούς αυτουργούς» που ύψωσαν αυτό το «ανατρεπτικό σύνθημα» ενώ οι μεγαλύτερες εφημερίδες του εξωτερικού ασχολήθηκαν με το θέμα καθώς και ραδιοφωνικοί σταθμοί.
Πώς έγινε η ανάρτηση
«Πριν το εγχείρημα στην Ακρόπολη ο Αιμίλιος και ο Θανάσης, συναντήθηκαν την νύχτα της 17 προς 18 Ιουλίου 1962 στο σπίτι του ζεύγους Σπυράτου στην Πλάκα. ΄Εμειναν εκεί κάνα δυό ώρες.
H βορεινή πλευρά του Ιερού Βράχου,όπως
είναι σήμερα. Από δω έγινε η αναρρίχηση.
΄Εφτασαν κάτω από την βορεινή πλευρά του Ιερού Βράχου μεταξύ μίας και μίας και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Η πανσέληνος τους συντρόφευε.
Από κάτω η Αρχαία Αγορά, πιό πάνω ο ΄Αρειος Πάγος. Απέναντι ο Λόφος του Φιλοππάπου. Πίσω, στα νότια, το Αρχαίο Θέατρο του Διονύσου και το Θέατρο του Ηρώδη του Αττικού. Κάπου εκεί και η Πνύκα, όπου γίνονταν οι συνελεύσεις του αθηναϊκού δήμου κατά την αρχαιότητα.
Σ΄όλο αυτό το χώρο, ένα μικρό κομμάτι γης έλαμψαν: θεσμοί, νόμοι, τέχνες, φιλοσοφία, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός που γαλούχησε την ανθρωπότητα.
Στην είσοδο της Ακρόπολης προς τα δυτικά σα να διαγραφόταν η κορμοστασιά του Αιγέα να κοιτάζει προς τη θάλασσα περιμένοντας τον γιο του Θησέα να επιστρέψει από την Κρήτη.
Η Αθηνά προστάτης της Αθήνας και της δημοκρατίας σαν να υπερίπτατο του Παρθενώνα και με βοηθό την πανσέληνο οδηγούσε τα βήματα των δύο φίλων.
΄Αρχισαν ν΄ανεβαίνουν την βορεινή πλαγιά. Η πλαγιά αυτή καταπράσινη και σκιερή τις ηλιόλουστες ημέρες μοιάζει τόπος θεϊκός. Με βράχια που ορθώνονται προς τα πάνω ανώμαλα και απότομα, σε όλη της σχεδόν την έκταση, εκτοξεύει τον επισκέπτη στο άπειρο.
Ανέβαιναν. Μάλλον πετούσαν. Γιατί εκτός από την Αθηνά τους συντρόφευαν ο Πάνας, ο ΄Αρης και ο Απόλλωνας, ενώ ο Διόνυσος κάπου στα νότια του Ιερού Βράχου είχε στήσει γλέντι πίνοντας στην υγειά τους. ΄Εφτασαν σ΄ένα μεγάλο βράχο κάτω απ΄τα τείχη. Μια σιδερένια πόρτα κάλυπτε μια εσοχή των τειχών. Ο βράχος ορθωνόταν από πάνω τους.
Μπροστά ο Αιμίλιος και πίσω ο Θανάσης. Ο Αιμίλιος που είχε την σημαία διπλωμένη στον κόρφο του πατώντας από προεξοχή σε προεξοχή του βράχου και με τη βοήθεια των χεριών του προσπάθησε ν΄αναρριχηθεί. Ιούλιος.Ζέστη ,ιδρώτας. Κάπου γλίστρησε με τα πέδιλα που φορούσε. Ο Θανάσης έσπευσε με τα δυό του χέρια ν΄αδράξει τα πόδια του Αιμίλιου. Γιατί όπως εκείνος ταλαντεύθηκε προς στιγμή, κινδύνευαν να πέσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βράχια.
Η σημαία στον κόρφο τον εμπόδιζε. Την έβγαλε και την έδωσε στον Θανάση και σιγά σιγά αναρριχήθηκε. Ο Θανάσης έβαλε τη σημαία μέσα απ΄το πουκάμισό του. Ο Αιμίλιος πατούσε ήδη πάνω στα τείχη, δίπλα από τη σιδερένια πόρτα.
Ο Θανάσης ακολουθώντας προσεχτικά τον ίδιο ακριβώς δρόμο από πάτημα σε πάτημα βρέθηκε πάνω στα τείχη δίπλα στον Αιμίλιο. ΄Εβγαλε την σημαία και του την έδωσε.
Πλήρης σιγή τριγύρω από το Σύμπαν όλο. Κυριαρχούσε υπό το φως της πανσελήνου η σιωπηλή παρουσία των αρχαιοελληνικών θεών. Κινήθηκαν ταχύτατα. Δεξιά τους ο Παρθενώνας πολιτικοθρησκευτικό μνημείο υψωμένο στους αιώνες, εξακόντιζε το μεγαλείο της δημοκρατικής Αθήνας εσαεί στο χώρο και στο χρόνο.
Ο Παρθενώνας όπως φαίνεται σήμερα από την
πίσω πλευρά του Θεάτρου του Ηρώδη του Αττικού.
Αριστερά τους το Ερέχθειο. Υπό τα βλέμματα των Καρυάτιδων αστραπιαία αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Κάτι θείο τριγύρω ήταν σα να τους διαβεβαίωνε οτι το εγχείρημα είχε κιόλας πετύχει.
Τρέχοντας έφτασαν στον ιστό της σημαίας. Ο Αιμίλιος κατέβασε το σχοινί που υπήρχε στον ιστό για την ύψωση της κανονικής σημαίας και τοποθέτησε τη γαλανόλευκη με το 114 στο κέντρο της. Μετά την ύψωσε σιγά σιγά.
΄Υστερα από λίγο η σημαία κυμάτιζε στον αέρα σύμβολο αντίστασης και διαμαρτυρίας κατά του τότε αυταρχικού καθεστώτος και υπέρ των δημοκρατικών ελευθεριών.
Στην επιστροφή ακολουθώντας την ίδια ακριβώς διαδρομή πάνω στον Ιερό Βράχο κατέβηκαν από το ίδιο σημείο, όπου η Σιδερένια πόρτα των τειχών της Ακρόπολης.
Σα να είχαν φτερά στα πόδια πετούσαν παρά περπατούσαν και βρέθηκαν σε λίγο κάτω στο μονοπάτι της βορεινής πλαγιάς του Ιερού Βράχου. Εκεί αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με την φρουρά τους: ένα φίλο και δύο κοπέλες, οι οποίες είχαν φιλοτεχνήσει τη σημαία με το 1 1 4 και τους περίμεναν για να σφυρίξουν συνθηματικά σε κάθε αναποδιά.
Πρόκειται για την ΄Αννα Τζιβάκου γυναίκα αργότερα του Αιμίλιου και το ζεύγος Σπυράτου.
΄Οχι μόνο δεν παρουσιάστηκε καμιά αναποδιά, αλλά λόγω της ανώμαλης περιόδου τα ονόματά τους κρατήθηκαν «συνωμοτικά» κρυφά επί είκοσι χρόνια.»}.
Μαρτυρία του Τάκη Μπενά
Για το παραπάνω γεγονός το γνωστό στέλεχος της ΕΔΑ Τάκης Μπενάς έχει πεί τα εξής στον Στέλιο Κούλογλου (Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα 26-4-2007):
«Το «114» συμβόλιζε έναν αγώνα για την δημοκρατία.Ήταν τόσο μεγάλος αυτός ο αγώνας και τόσο πολύ πλούσιος, που έδωσε, ας πούμε, την δυνατότητα και σε πρωτοβουλίες. Θα σας θυμίσω, παραδείγματος χάρη, τη σημαία στην Ακρόπολη. Μέχρι την Ακρόπολη ποιος την ανέβασε, από το «114»; Δεν είναι πολύ γνωστό. Έχει και δημοσιευτεί, αλλά δεν είναι πολύ γνωστό. Γιατί; Τη σημαία στην Ακρόπολη, είναι λοιπόν, μια πρωτοβουλία που πήρανε δύο στελέχη της Νεολαίας τότε της ΕΔΑ, που ήταν στο γραφείο της σπουδάζουσας. Ονόματα. Ο Αιμίλιος Ζαχαρέας και ο Θανάσης Τσιώκος-Πλαπούτας»(η μαρτυρία αυτή, και είναι πάρα πολλές, καταχωρήθηκε στις 28-11-2010 για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, την οποία διάφοροι «καλοθελητές» σκόπιμα παραποιούν).-
Για το ίδιο θέμα στο facebook η ΄Αννα Τσιβάκου.σύζυγος του Αιμίλιου καθηγήτρια Πανεπιστημίου γράφει σχετικά το 2017: «Θα σας διηγηθώ ένα γεγονός που συνέβη, στις 18 Ιουλίου 1962 και σημάδεψε τα νιάτα μας. Το διηγούμαι γιατί θα ήθελα η σημερινοί να γνωρίζουν το πείσμα της γενιάς των παππούδων τους ή των γονιών τους για δημοκρατία και ελευθερία. Το 1962, όταν ίσχυαν ακόμη οι νόμοι του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, η φοιτητική νεολαία –με προεξάρχουσα εκείνην της ΕΔΑ- ξεσηκώνεται ενάντια στην κρατική καταπίεση, έχοντας ως σύμβολα του αγώνα της δύο αριθμούς: το 114, που ήταν το ακροτελεύτιο άρθρο του τότε Συντάγματος και σήμαινε πως η φύλαξη του Συντάγματος επαφιόταν στον πατριωτισμό των Ελλήνων, και το 15% που σήμαινε το ποσοστό του προϋπολογισμού, το οποίο θα έπρεπε να διατίθεται για την Παιδεία. Ήταν τον Ιούλη του 1962 όταν δύο νεολαίοι της ΕΔΑ, ο Αιμίλιος Ζαχαρέας και ο Θανάσης Τσιώκος αποφασίζουν να ανεβάσουν στην Ακρόπολη –εσαεί σύμβολο ελευθερίας- μια σημαία ελληνική με τον αριθμό 114. Έφτασαν κάτω από την βορεινή πλευρά του Ιερού Βράχου μεταξύ μίας και μίας και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Ανέβηκαν προσεχτικά, κρατημένοι από προεξοχές των βράχων. Κινδύνεψαν να γκρεμοτσακιστούν παρόλα αυτά συνέχισαν την ανάβασή τους υπό το βάρος της σημαίας. Κινήθηκαν ταχύτατα. Δεξιά τους ο Παρθενώνας τους ενθάρρυνε να προχωρήσουν. Τρέχοντας έφτασαν στον ιστό της σημαίας. Ο Αιμίλιος κατέβασε το σχοινί που υπήρχε στον ιστό για την ύψωση της κανονικής σημαίας και τοποθέτησε τη γαλανόλευκη με το 114 στο κέντρο της. Μετά την ύψωσε σιγά, σιγά. Ύστερα από λίγο η σημαία κυμάτιζε στον αέρα σύμβολο αντίστασης και διαμαρτυρίας κατά του τότε αυταρχικού καθεστώτος και υπέρ των δημοκρατικών ελευθεριών. Στην επιστροφή, ακολουθώντας την ίδια ακριβώς διαδρομή, κατέβηκαν και βγήκαν από τον προφυλαγμένο χώρο. Το πρωί της 18 Ιουλίου του 1962, η σημαία με το 114 κυμάτιζε στην Ακρόπολη. Οι αστυνομικές δυνάμεις τρόμαξαν. Κατέβασαν γρήγορα τη σημαία από τον ιστό της, αλλά η είδηση είχε ήδη φθάσει στα ΜΜΕ πυροδοτώντας έναν κύκλο αντιστασιακών ενεργειών καθώς σημαίες με το 114 υψώθηκαν στο Πανεπιστήμιο και σε άλλους δημόσιους χώρους. Για χρόνια, και για ευνόητους λόγους, τα ονόματα των νέων που ανήρτησαν τη σημαία παρέμειναν κρυφά. Το 2007, σε μια συνέντευξή του στον Στέλιο Κούλογλου, ο Τάκης Μπενάς, γνωστό στέλεχος της ΕΔΑ , αποκάλυψε την αλήθεια. Προσωπικά, την αλήθεια την ξέρω από πρώτο χέρι, γιατί μαζί με την Φωτεινή και τον Στράτο Σπυράτο ετοιμάσαμε τη σημαία και κρατούσαμε «τσίλιες», έως ότου ο Αιμίλιος και ο Θανάσης κατεβούν από τον ιερό βράχο.»
Για το παραπάνω βιβλίο, ο αρκάς ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, ακάματος, με ποικίλες επιδόσεις στους τομείς του πνεύματος και του στοχασμού, δικηγόρος, συγγραφέας, λογοτέχνης, κριτικός και μέλος του Δ.Σ.του Φιλολογικού Συνδέσμου » ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» κάνει την εξής παρουσίαση στην εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ-Μάϊος 2007»:
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΓΟΡΤΥΝΙΑ
-Γράφει ο Ηλίας Γιαννικόπουλος
ΘΑΝΑΣΗΣ Δ.ΤΣΙΩΚΟΣ: Ο Θεός αυτοκτόνησε, Αθήνα 2001, σελ.421.
Με αρκετή καθυστέρηση ήλθε στα χέρια μου αυτό το σημαντικό βιβλίο του δικηγόρου,δημοσιογράφου και αθόρυβου ανθρώπου των Γραμμάτων Θανάση Δ.Τσιώκου, από το Παλούμπα Γορτυνίας. Δυστυχώς ο Θανάσης Δ.Τσιώκος δεν είναι οσο θα έπρεπε γνωστός στους συμπατριώτες μας και στον κόσμο των λογοτεχνών, παρόλο ότι από το 1981 μέχρι σήμερα έχει δώσει αξιόλογα δείγματα του συγγραφικού ταλέντου του, στο χώρο της ποίησης της βιογραφίας, του φιλοσοφικού δοκιμίου και της πολιτικής.
Το βιβλίο «Ο Θεός αυτοκτόνησε» είναι το πιο πρόσφατο, και κατά τη γνώμη μου το πιο ώριμο και πιο μεστό έργο του εκλεκτού φίλου, συναδέλφου και συμπατριώτη. Το ότι το έργο αυτό δεν προβλήθηκε όσο του άξιζε, ούτε από την λογοτεχνική κριτική, ούτε από τους διανοούμενους του καιρού μας, είναι εξηγήσιμο και ασφαλώς οφείλεται στο «αιρετικό» περιεχόμενό του.
Εξαρχής πρέπει να τονιστεί ότι ενώ το βιβλίο αυτό συναρπάζει τον αναγνώστη του, δεν είναι καθόλου εύκολο να το κατατάξει κανείς γραμματολογικά σε κάποιο από τα γνωστά είδη του πεζού λόγου (διήγημα, μυθιστόρημα, ιστορικό αφήγημα, δοκίμιο κλπ.). Χωρίς να είναι καθαρά τίποτε από όλα αυτά, μάλλον είναι ένας ιδιόρρυθμος συνδυασμός όλων αυτών των ειδών.΄Ετσι, ενώ ξεκινά σαν τρυφερό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα συνεχίζεται ως φιλοσοφικό δοκίμιο και ιστορική μελέτη, για να καταλήξει σε πολιτική και κοινωνιολογική ανάλυση της βίας, της εξουσίας και των αυταρχικών καθεστώτων.
Ο συγγραφέας αξιοποιεί κατά τον καλύτερο τρόπο πρώτα-πρώτα τα προσωπικά του βιώματα, δηλ. τις έντονες και τραυματικές παιδικές αναμνήσεις και εμπειρίες του από το χωριό του, από τους χώρους εργασίας του. Από τις σπουδές του στο νυχτερινό σχολείο και στο Πανεπιστήμιο. Από τους εφηβικούς του έρωτες. Από την αγιάτρευτη απώλεια του ακριβού γιου του σε τροχαίο ατύχημα.
Χρησιμοποιεί επίσης τις αναμνήσεις του από τη συμμετοχή του στους κοινωνικούς αγώνες του 114 και την πάλη κατά της εφτάχρονης δικτατορίας. Καταγράφει τις πολύχρονες ταλαιπωρίες του, τις συλλήψεις και εξορίες του στη Γυάρο, στη Λέρο και αλλού λόγω των δημοκρατικών φρονημάτων του. Παρουσιάζει ανάγλυφα τα ματωμένα χρόνια του πολέμου, της κατοχής, του εμφυλίου, του Ψυχρού Πολέμου και του αυταρχικού αστυνομικού κράτους που επικρατούσε στη χώρα μας τουλάχιστον μέχρι τη μεταπολίτευση.
Κατά δεύτερο λόγο αξιοποιεί στο έπακρο τα ποικίλα ιστορικά «διαβάσματά» του, που αφορούν όλες τις φάσεις της ελληνικής και της ευρωπαϊκής ιστορίας, ιδιαίτερα αυτές που αναφέρονται σε αιματοβαμμένες λαϊκές επαναστάσεις και εξεγέρσεις.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στην ιστορία της γαλλικης, της αγγλικής και της Οκτωβριανής (σοβιετικής) επανάστασης.
Σε εκατοντάδες σελίδες του βιβλίου του, αφηγείται με λεπτομέρειες ιστορικά γεγονότα, μελετά προσωπικότητες, αναλύει καταστάσεις και αναζητεί εγγενείς κοινωνικές αντιφάσεις και ενεργούντα εκάστοτε κοινωνικά αίτια.
Επίσης, μελετά τον βίο και την πολιτεία μερικών μεγάλων ή «μεγάλων» προσωπικοτήτων της ιστορία μας, όπως ο Μέγας Πέτρος, ο Ιβάν ο Τρομερός, η Μεγάλη Αικατερίνη, ο Αδόλφος Χίτλερ και άλλοι.
Αμείλικτη είναι η κριτική που ασκεί κατά του Στάλιν, τον οποίο κυριολεκτικά γκρεμίζει από το υψηλό βάθρο του και τον κατακεραυνώνει χωρίς οίκτο.
Το τρίτο «συνθετικό υλικό» που αξιοποιεί ο συγγραφέας είναι η εις βάθος γνώση του της ελληνικής μυθολογίας, αλλά και της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.
Συναρπαστικές είναι οι σελίδες που αφιερώνει σε μυθολογικές και ιστορικές μορφές, όπως τον Θησέα και τον Μίνωα, τόν Κύλωνα και τους Τριάκοντα Τυράννους, τον Περικλή και άλλους.
Συγκλονιστικές είναι οι περιγραφόμενες περίφημες μάχες των Θερμοπυλών και του Μαραθώνα, αλλά και η ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Ο συγγραφέας καταφέρνει να συνδέσει κατά ονειρικό τρόπο το σήμερα και το απώτατο παρελθόν. Αναζητεί τις αιτίες των εξελίξεων στην πολιτική κατάσταση της Ελλάδος από την εποχή του Σόλωνα μέχρι την εποχή του Πυθαγόρα και μέχρι του τέλους του Πελοποννησιακού πολέμου.
Με δεξιοτεχνία εγκυβωτίζει ωραία αποσπάσματα από αρχαίους συγγραφείς και ολόκληρο τον «Επιτάφιο» του Περικλέους.
Περιγράφει «ωσεί παρών» διάφορες τελετουργίες της αρχαίας Αθήνας, όπως την πομπή των Παναθηναίων, ενώ κάνει ταυτόχρονες αναφορές στην Μαραθώνια πορεία ειρήνης και στις μεγάλες μεταπολεμικές διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας. Πλούσιο είναι τέλος, το φιλοσοφικό υλικό, ιδιαίτερα στον χώρο της ηθικής και τη πολιτικής, που εισάγει με τρόπο στο έργο του και χρησιμοποιεί διαλεκτικά ο συγγραφέας.
Ιδιαίτερα σκληρός γίνεται πάντως με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, οι οποίοι ανέχτηκαν αν δεν εξέθρεψαν ιδεολογικά, τους Τριάκοντα Τυράννους στην Αθήνα.
Με τον τρόπο αυτό, το βιβλίο του Θανάση Τσιώκου αυτοβιογραφικά, μυθολογικά, ιστορικά, πολιτικά, μυθιστορηματικά και άλλα στοιχεία συμπλέκονται και συνδυάζονται, ωστε με τρόπο περίτεχνο να διαμορφώσουν ένα πολύχρωμο και πολύπλευρο μωσαϊκό εικόνων και πραγμάτων.
΄Ολα αυτά συνθέτουν την διαχρονική «περιπέτεια» των ανθρώπινων κοινωνιών πάνω στη γη, και δίνουν με τρόπο ανάγλυφο το αιώνιο και πάντα επίκαιρο παιχνίδι της εξουσίας και της βίας, του αίματος και της καταστροφής, της σύγκρουσης συμφερόντων και αξιών, με ένα λόγο του ηρακλήτειου «πολέμου», που είναι πατέρας όλων των πραγμάτων.
Η πολυπλοκότητα περιεχομένου του βιβλίου, έχει το ανάλογό της στην ποικιλία της εξωτερικής τεχνικής του συγγραφέα του.Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εκ παραλλήλου τη μυθιστορηματική πλοκή, τη λυρική ποιητική έκφραση, το νοσταλγικό αίσθημα για την ιδιαίτερη πατρίδα και την παιδική ηλικία, την ιστορική αφήγηση, την πολιτική αρθρογραφία ακόμα και το λίβελλο.Η ευθεία, αντιρρητική πολεμική της πολιτικής μπροσούρας συνδυάζεται με το όνειρο, την υπερεαλλιστική ποίηση, το θρύλο, το ψυχρό γραφειοκρατικό ντοκουμέντο.
Δημιουργείται έτσι ένα ιδιότυπο και γοητευτικό έργο, αλλά και ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, που προβληματίζει, διαπαιδαγωγεί, ταράζει τις σύγχρονες συνειδήσεις.
Το βιβλίο » Ο Θεός αυτοκτόνησε» του Θανάση Δ. Τσιώκου είναι ένα καλογραμμένο τολμηρό έργο, γεμάτο ουσία ζωής, που δεν διστάζει να αναμετρηθεί με καθιερωμένες και «ιερές» προσωπικότητες. ΄Ενα αιρετικό βιβλίο, που κατακρημνίζει πολλά «είδωλα» της παλαιότερης και της σύγχρονης ιστορίας του κόσμου. Είναι ομως και ένα βιβλίο γεμάτο από πολλές αλήθειες γύρω από τη σύγχρονη ελληνική και παγκόσμια πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα.
Πρόκειται για ένα τρυφερό αφήγημα, αλλά συνάμα και για ένα σκληρό πολιτικό και κοινωνικό δοκίμιο. Μια σαγηνευτική αναδρομή στον κόσμο του μύθου και της ιστορίας, αλλά και μια τρομακτική καταβύθιση στον κόσμο της εγκληματικής βίας και του αίματος, της χωρίς όρια και δημοκρατικές δεσμεύσεις αυταρχικής πολικής εξουσίας.
Το βιβλίο είναι κατά βάση ένα δοκίμιο πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας, αλλά και ένα ουσιαστικό εγκώμιο της ελευθερίας και της δημοκρατίας. ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ»}.
H δημιουργία
Τίποτα δεν θα σας πω για βασιλιάδες,
Περγαμηνές κι αυτοκράτορες.
Τίποτα για έβενους, Ναβουχοδονόσορες,
{Πυραμίδες και Φαραώ.
Μόνο θα σας πω για τη δημιουργία όλη:
Για κάτι καιόμενα διχαλωτά ακρόκλαδα!
΄Οταν γλώσσες φωτιάς, πολλές μαζί
Συνθέτουν τις αποχρώσεις, τους παλμούς
Και τους κυματισμούς του σάπφειρου,
Απ΄τ΄ανοιχτό ως το βαθύ γαλάζιο.
Και διηγούνται τη διαδρομή του ύπνου
Μες σε καπνούς μετεωρούμενους
Απ΄το διακριτικό χασμουρητό ως την ανυπαρξία.
Ενώ λάμπουν τα χιονόδεντρα με ρίγη φεγγαρίσια.
Και φθέγγονται με νόμους χρησμικούς
Απ΄τις πηγές των ποταμών ως τα ωκεάνεια βάθη.
Κι απ΄τους κυματισμούς των κορυφογραμμών
{Ως τις ατραπούς των άστρων.
Και κάτι αέρηδες τρελοί λένε το πεπρωμένο:
Με πρασινοπόρφυρες ιαχές, παύσεις κυοφορούσες
{Και μεθυσμένες παρηχήσεις.
Μες σε ήχους εσπερινής αχλύς
΄Οταν άναρθρος ο Ουρανός αρθρώνει τη σιωπή,
Κάπου μακριά σ΄αβέβαια σύνορα άπλετου φωτός
΄Οπου παραμονεύουν μ΄υστερία σκοταδιού
Αλλόφρονες, αλλοφερμένες νύχτες.
Καθώς οι διάττοντες διαλαλούν στους ουρανούς
{Την τελική τους πτώση.
Και τα καιόμενα ακρόκλαδα ήδη διηγούνται
Με τη φωνή της σπίθας και τη σιωπή της στάχτης
΄Ονειρα τεφρά και πύρινους εφιάλτες.