«Εδώ έμενε κάποτε αυτή».
Και ξαφνικά χάθηκε για πάντα.
Το «για πάντα» μπορεί να είναι λάθος, διότι αν φέρεις τον κόσμο άνω-κάτω, ίσως την βρείς.
Την βρείς όμως δεν την βρείς, αρκεί που ψάχνεις.
Αλλά πρόσεχε!
Θα κατευθυνθείς προς την πηγή. Μετά θα πάρεις το μονοπάτι. Κι όλο θ΄ανεβαίνεις, θ΄ανεβαίνεις, xάριν του ιλίγγου που θα νιώσεις κοιτάζοντας το φαράγγι απ΄το ψηλότερο σημείο.
Να, έφτασες κιόλας εκεί και μια οχιά καιροφυλακτεί. Αστραπιαία σου δαγκώνει την μπότα. Την αριστερή, την δεξιά δεν έχει σημασία.
Τώρα χωρίς δηλητήριο είναι ακίνδυνη. Σαν αίλουρος την πιάνεις απ΄το λαιμό και την πετάς πάνω στο πλησιέστερο δένδρο της χαράδρας.
Κι αυτή αναδιοργανώνεται κι ακίζεται κι απλώνεται στον κορμό αργά,αργά, μέχρι που την χάνεις απ΄τα μάτια σου.
Αλλά η δήθεν ηρεμία του προσώπου σου αντανακλά την φρίκη σου στον ορίζοντα.
Τρέμεις σύγκορμος. Περισσότερο μέσα σου.
Κι όλο ατενίζεις τη χαράδρα, και το νερό που ρέει στην κοίτη της, καθρεφτίζοντας όσο πιο πολύ μπορεί τον ήλιο.
Ενώ εσύ δήθεν περίφροντις χαμογελάς με δέος στο πράσινο και στη δροσιά.
Συγχρόνως και παραλλήλως αχολογούν κουδούνια και βελάσματα. Κι ακούγονται μουγκανητά. Κι άλλοι ήχοι. Που πριν προφτάσουν να αρθρωθούν χάνονται, χάνονται απελπιστικά. Χωρίς ν΄αφήσουν κάτι απτό. Κάτι ελάχιστο.
Και το τρέμουλο που σε συνέχει σε επιτάσσει:
«΄Ωρα να επιστρέψεις»!
(Να πας πού; αφού πουθενά δεν ήσουν;)
Εν αγνοία της παραπάνω παρένθεσης, κάνεις επιδεικτικά μεταβολή, ενώ κανένας δεν σε βλέπει. Και κατεβαίνεις, κατεβαίνεις. Κι όλο μικραίνεις και μικραίνεις μέχρι που χάνεσαι σε κάποια στροφή.
΄Ετσι χάθηκε «κι αυτή που έμενε κάποτε εδώ».
Τώρα είναι ίσως η μοναδική σου ευκαιρία να εμφανιστείς και να πεις όνομα, επίθετο, οδό, αριθμό…
΄Ομως πρόσεχε!
΄Ισως είναι καλύτερα να μη μιλήσεις. Γιατί θα υποστείς τις οποιεσδήποτε συνέπειες.
Πάντως μιλήσεις δε μιλήσεις εγώ δεν θα φέρω καμία ευθύνη. Γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση είμαι εντελώς ανεύθυνος. ΄Οχι απο δειλία ή από…ανευθυνότητα. Αλλά γιατί έτσι μ΄αρέσει.
Και γιατί ένα ήθελα να πω από την αρχή: μια φράση, για μένα ανατριχιαστική, μαγευτική, παράξενη, μυστηριακή και τρομερή που στο μυαλό μου, χρόνια τώρα,έχει σφηνωθεί σα νάναι (και είναι) όλη μου η ζωή:
«Eδώ έμενε κάποτε αυτή.»