΄Αχραντος
Ακατάληπτοι ήχοι ακούγονταν μακριά
Πότε σαν μελωδία και πότε σαν βρισιά.
Φτερά στα πόδια βάνω κι έφτασα κοντά
Κάτι σαν πηγάδι αντίκρισα κι έσκυψα
{Από ψηλά.
Ναυάγιο ο ουρανός τ΄αστέρια του σβηστά
{Κείτονταν στα βαθιά.
Τα χείλη μου βουβάθηκαν κι έμειναν ανοιχτά:
Της αβύσσου μετέλαβα τα μαγικά
Και μ΄όρκισε κρυφά: έρκος οδόντων
Η φυλακή σου κι αιώνια η σιωπή σου.
Μιάν ΄Ανοιξη, ένα ΄Εαρ το τρισεκατομμυριοστό
Τη φυλακή μου ανοίγω τα πάθη μου ιστορώ:
΄Αχραντος λάτρεψα κι όμως καταδικάστηκα.
Τη θηλειά της αγχόνης θωρώ.
Πέτρινο αλώνι το βήμα μου στο χώμα που πατώ
Πέτρινο και τ΄άλλο την τύχη μου θρηνώ.
Πέτρα το αίμα, ο νους και η ψυχή μου
Γρανίτης η σκέψη και η οργή μου.
Τα χέρια μου βουνά τα νιώθω στα πλευρά
Τα δάκρυά μου κυλάνε μετέωρα σωστά
Το ναυάγιο με τυλίγει με χίλια δυό σχοινιά
Πριν το σκοτάδι φέρει της αγχόνης η θηλειά.